-
1 τραύμα
-
2 τραῦμα
-
3 τραῦμα
τραῦμα, τό, Wunde, Verletzung; Aesch. Ag. 840; Eur. oft; ἐπώδυνον, Ar. Ach. 1166; Plat. oft, τραύματα ἔλαβον Alc. I, 115 b, τυπτέσϑω ἄνευ τραυμάτων Legg. VIII, 845 d; Folgde; τραύμασι βιαίοις περιπεσεῖν, Pol. 2, 69, 1; auch vom Schiffe, 16, 4, 12; vgl. Her. 6, 16; u. vom ganzen Heere, Niederlage, Her. 1, 18. 4, 160; Schol. Thuc. 3, 18.
-
4 τραυμα
ион. и дор. τρῶμα - ατος τό1) рана, увечье Her., Aesch., Eur., Arph., Plat. etc.ἡ τραύματος γραφή Aeschin. — иск о нанесении раны
2) повреждение, поломка3) поражение, разгром, урон -
5 τραῦμα
τραῦμα, ατος, τό, [dialect] Ion. [full] τρῶμα Hdt.1.18, al., Hp.VC2, al.; [dialect] Dor. also [full] τρῶμα, Theoc.21.50:—A wound, hurt,ἀποθνῄσκειν ἐκ τῶν τ. Hdt.2.63
;τελευτᾶν ἐκ τοῦ τ. Id.3.29
;τραυμάτων ἐτύγχανεν A.Ag. 866
; , cf. Plu.Pyrrh.7;ὑφ' ὧν πολλὰ τραύματ' εἰληφώς D.18.262
;πολλὰ τραύματ' ἔχων X. HG4.3.20
;τραύματα ὑπὸ τῶν πολεμίων τοσαῦτα ἔχων Id.Mem.3.4.1
; φέρειν, ποιεῖν, E.Or. 1487 (lyr.), Theoc.19.6;τυπτέσθω ἄνευ τραυμάτων Pl.Lg. 845c
;τὰ ἄνευ τραύματος κατάγματα Sor.1.28
;αἱ χωρὶς τραυμάτων αἱμορραγίαι Gal.15.127
;ἀδύνατον νεκρῶν τραύματα μύειν Arist.Fr. 167
.II of things, hurt, damage, as of ships, Hdt.6.16, Plb. 16.4.12.III in war, heavy blow, defeat, Hdt.1.18, 4.160;τὸ ἐν Μαραθῶνι τ. γενόμενον Id.6.132
;τὸ τ. τὸ Αακωνικόν Id.8.66
.IV ἡ τοῦ τ. γραφή an indictment for wounding (with intent to murder), Aeschin.2.93; , cf. Lys.3.41;δίκαι τραύματος Arist.Ath.57.3
. -
6 τραῦμα
τραῦμα, τό, Wunde, Verletzung; auch vom Schiffe u. vom ganzen Heere: Niederlage -
7 τραῦμα
τραῦμα, ατος, τό (fr. τιτρώσκω, cp. the Ionic/Doric τρῶμα; Aeschyl., Hdt. et al.; ins, pap, LXX; Jos., Bell. 1, 197, Ant. 4, 92al.; Ath., R. 22 p. 75, 17) a wound Lk 10:34; IPol 2:1.—B. 304. Schmidt, Syn. III 297–302. DELG s.v. τιτρώσκω. M-M. S. also ἕλκος. -
8 τραύμα
το травма; ранение, рана;θανατηφόρο τραύμα — смертельная рана;
ψυχικό τραύμα — психическая травма; — душевная рана;
τραύμα κλείνει — рана заживает
-
9 τραύμα
τὸ τραύμα, ατος рана (ср. травма) -
10 τραῦμα
Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > τραῦμα
-
11 τραύμα
Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > τραύμα
-
12 τραῦμα
-ατος + τό N 3 3-1-3-4-7=18 Gn 4,23; Ex 21,25(bis); JgsA 15,19; Is 1,6wound, hurt Ex 21,25 -
13 τραῦμα
рана.Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > τραῦμα
-
14 τραύμα
[травма] ουσ ο рана, ранение. -
15 τραύμα
yara, travma -
16 τραύμα
1) blessure2) plaie -
17 τραύμα
rana (f) rzecz. -
18 τραύμα
1) poranění2) rána3) zranění -
19 τραύμα
woundΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > τραύμα
-
20 τραυμάτων
τραῦμαwound: neut gen pl
См. также в других словарях:
τραῦμα — wound neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τραύμα — (Ιατρ.) Πρόσφατη κάκωση του δέρματος και των υποκείμενων ιστών εξαιτίας μηχανικής βίας σε οποιοδήποτε σημείο του σώματος. Eπιφανειακά είναι τα τ. που αφορούν μόνο το δέρμα και τον υποδόριο ιστό, βαθιά ή σύνθετα αυτά που φτάνουν μέχρι τους… … Dictionary of Greek
τραύμα — το, ατος 1. βλάβη του σώματος από εξωτερική βία, πληγή, λαβωματιά. 2. τραυματισμός … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
τραῦμ' — τραῦμα , τραῦμα wound neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τραυμάτων — τραῦμα wound neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τραύμασι — τραῦμα wound neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τραύμασιν — τραῦμα wound neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τραύματα — τραῦμα wound neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τραύματι — τραῦμα wound neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τραύματος — τραῦμα wound neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τρωμάτων — τραῦμα wound neut gen pl (doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)